-
1 garçon
αγόρι -
2 chlapec
αγόρι -
3 hoch
αγόρι -
4 boy
αγόρι -
5 chłopak
αγόρι -
6 мальчик
-
7 малое
мал||оес τό λίγο:без \малоеого... σχεδόν, περίπου...· самое \малоеое τό ὁλιγώτερο· довольствоваться \малоеым εἶμαι ὁλιγαρκής· ◊ с \малоеых лет ἀπό τά μικρά μου χρόνια, ἀπό τά μικράτα μου· мал, да удал погов. μικρός, ἀλλά θαυματουργός· от \малоеа до велика μικροί καί μεγάλοι, ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση· мал \малоеа меньше разг ὁ ἔνας πιό μικρός ἀπ' τόν ἀλλο.малый IIм разг τό ἀγόρι, τό παιδί, τό παλληκάρι:славный \малое ὁ λεβέντης·, он \малое не промах εἶναι διαβόλου κάλτσα. -
8 мальчик
мальчикм τό ἀγόρι, τό ἀγοράκι, τό παιδάκι· ◊ \мальчик на побегу́шках уст. παιδί γιά τά θελήματα· \мальчик с пальчик (в сказке) ὁ κοντορεβιθούλης. -
9 boy
-
10 малый
[μάλυϊ] ουσ. α. αγόρι, παιδί, παλικάρι -
11 мальчик
[μάλ'τσικ] ουσ. α. αγόρι, παιδάκι -
12 мальчик
[μάλ'τσικ] ουσ. α. αγόρι, παιδάκι -
13 малый
[μάλυϊ] ουσ α αγόρι, παιδί, παλικάρι -
14 мальчик
[μάλ'τσικ] ουσ α αγόρι, παιδάκι -
15 мальчик
[μάλ'τσικ] ουσ α αγόρι, παιδάκι -
16 зачать
-
17 из-под
κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.
2. από τα πέριξ•он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.
3. (σημαίνει αλλαγή) απο•освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•
вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•
выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•
выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.
4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•
метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•
бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.
εκφρ.из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι). -
18 малолеток
-тка α., малолетка-и θ.ανήλικο αγόρι, ανήλικο κορίτσι. -
19 мальчик
-а α.1. αγόρι•-и и девочки αγόρια και κορίτσια.
|| ηλικιωμένος με παιδική νοοτροπία.2. παλ. νεαρός υπηρέτης ή νεαρός υπάλληλος-πωλητής.εκφρ.мальчик с пальчик – (στα παραμύθια) πιτσιρικάκι, μικρός σαν το δαχτυλάκι. -
20 мальчуган
-а α.αγόρι, παιδί αγοράκι, παιδάκι..
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγόρι — το [Μ ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν)] 1. το αρσενικό παιδί ανεξάρτητα από ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τα θηλυκά κόρη, κορίτσι 2. με χρήση επιθέτου (= αρσενικός) νεοελλ. 1. το μικρό σε ηλικία αρσενικό παιδί 2. (θωπευτικά) ως προσφώνηση σε προσφιλή άτομα… … Dictionary of Greek
αγόρι — το το αρσενικό παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… … Deutsch Wikipedia
Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
αγοράκι — το [αγόρι] 1. μικρό αγόρι 2. συνήθως θωπευτικά από τη μητέρα στο παιδί της ή από την ερωμένη στον εραστή της … Dictionary of Greek
αγορίστικος — η, ο αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αγόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγόρι + παραγωγική κατάληξη ίστικος] … Dictionary of Greek
αγοροφέρνω — (για κορίτσια) μοιάζω με αγόρι ή συμπεριφέρομαι σαν αγόρι … Dictionary of Greek
αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek